κωμικῶς

κωμικῶς
κωμικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωμικώς — (Α κωμικῶς) επίρρ. βλ. κωμικός …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Λατρευόταν ως ήρωας στην αρχαία Αττική. Φαίνεται ότι ανήκε στον κύκλο της θεάς Δήμητρας και η λατρεία του συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών. * * * ο (Α καλαμίτης) νεοελλ. 1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”